- κιτρολε(ϊ)μονιά
- η1. φυσικό υβρίδιο τής λεμονιάς που παράγει καρπούς οι οποίοι μοιάζουν με κίτρα αλλά έχουν χυμό και άρωμα λεμονιού2. χαρακτηρισμός αγαπημένης γυναίκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λε(ϊ)μονιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιτρολε(ϊ)μονάνθι — το το άνθος τού φυτού κιτρολε(ϊ)μονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιτρο λε(ΐ)μονιά + άνθι (< ἄνθος), πρβλ. πορτοκαλ άνθι] … Dictionary of Greek
κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο … Dictionary of Greek